ἀστήρ,-έρος

ἀστήρ,-έρος
+ N 3 6-3-5-7-2=23 Gn 1,16; 15,5; 22,17; 26,4; 37,9
star
→ NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • stē̆ r-2 —     stē̆ r 2     English meaning: star     Deutsche Übersetzung: ‘stern”     Material: O.Ind. instr. pl. str̥bhiḥ, nom. pl. türaḥ m. ‘sterne”, tarü f. ‘star”, Av. acc. sg. stü̆ rǝm, gen. stürō, pl. nom. staras ča, stürō, acc. strǝ̄ uš, gen …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • αστέρας — ο (AM ἀστήρ, έρος) 1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο 2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο Ευρ.) νεοελλ. 1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός 2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρου μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αστεροειδής — ές (AM ἀστεροειδής, ές) ο όμοιος με αστέρα νεοελλ. ο γεμάτος αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • αστεροπληθής — ἀστεροπληθής, ές (Α) ο γεμάτος άστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + πληθής < πλήθος < πίμπλημι] …   Dictionary of Greek

  • αστεροσκόπος — ο (AM ἀστεροσκόπος) ο αστρονόμος ή ο αστρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + σκοπος < σκοπός] …   Dictionary of Greek

  • αστερωπός — ή, ό (Α ἀστερωπός, όν) αυτός που έχει άστρα αντί για μάτια, ο έναστρος αρχ. αυτός που λάμπει σαν άστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + ωπός*] …   Dictionary of Greek

  • αστερόλεσχος — ἀστερόλεσχος, ο (Μ) αυτός που φλυαρεί για τ αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + λεσχος < λέσχη «συζήτηση, φλυαρία, κουτσομπολιό»] …   Dictionary of Greek

  • αστερόπληκτος — ἀστερόπληκτος, ον (Α) χτυπημένος από μετεωρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + πληκτος < πλήσσω] …   Dictionary of Greek

  • εξάστερο — το (Μ ἑξάστερος, ον) το ουδ. ως ουσ. το εξάστερο ο αστερισμός των Πλειάδων, τής Πούλιας μσν. ως επίθ. αυτός που αποτελείται από ή φέρει έξι αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + αστήρ, έρος] …   Dictionary of Greek

  • κατάστερος — η, ο (AM κατάστερος, ον) γεμάτος αστέρια, έναστρος, διάστερος, πολύαστρος μσν. αρχ. 1. εκκλ. (για άμφια ή σκεύη) αυτός που έχει πάνω του αστέρια, που είναι διακοσμημένος με αστέρια 2. μτφ. (ειδ. για την ουρά τού παγωνιού) πολυποίκιλτος,… …   Dictionary of Greek

  • σκιερός — ή, ό / σκιερός, ά, όν, ΝΑ, και σκιαρός, ή, ό, Ν 1. αυτός που παρέχει ή έχει σκιά (α. «στα σκιερά τα λαγκάδια...», Ζερβ. β. «ὄρος σκιερόν», Αριστοφ.) 2. αυτός που βρίσκεται στη σκιά (α. «σκιερή τοποθεσία» β. «ἀπὸ σκιαρᾱν παγᾱν», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”